Αληθώς Ανέστη ο Κύριος

Εδώ στα Αθωνικά αναγνώσματα διαβάζουμε ένα παρόμοιο που εγένετο στη Μονή του Αγίου Παύλου, το Πάσχα του 1936. Και αναφέρεται σε κάποιον ευλαβέστατο αρχάριο μοναχό, το λεγόμενο Θωμά. Σύγχρονοι Αγιοπαυλίτες που ζουν ακόμα από την περίοδο εκείνη, πρέπει να είναι βέβαια πολύ μεγαλύτεροι από 70 ετών, διηγούνται το εξαίσιο γεγονός το οποίον βέβαια και θα σας αναφέρω πιο κάτω.
Ήταν λοιπόν το πρώτο Πάσχα του 1936, του νεόκουρου τότε Θωμά στη Μονή, και δεν εγνώριζε ακόμα την τάξη που υπήρχε στο μοναστήρι, το βράδυ εκείνο όπου εγένετο η τελετή της Αναστάσεως, έξω, στο προαύλιον του ναού. Τότε οι δόκιμοι και οι αρχάριοι ήσαν υποχρεωμένοι, μάλιστα ο νεώτερος των αρχαρίων, να πηγαίνει στο οστεοφυλάκιο, κατόπιν και στα νεκροταφεία και να λέει το «Χριστός Ανέστη». Είτε να το φωνάζει, είτε και να το ψάλλει. Η πίστις μας αυτή είναι. Η πίστις μας βασίζεται στην Ανάσταση των νεκρών, και πρωτότοκος εκ των νεκρών εγένετο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, «θανάτω, θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Τον βλέπει ο Άγιος καθηγούμενος, του λέει «έλα εδώ, δεν πήγες ακόμα στο οστεοφυλάκιον»;
Λέει, «ευλόγησον», λέει, «δεν κατάλαβα», εφόσον δεν κατάλαβε τέλος πάντων, παίρνει την αναμμένη λαμπάδα του και πηγαίνει στο κοιμητήριο να μεταφέρει το φως της Αναστάσεως στους νεκρούς και να τους πει «Χριστός Ανέστη».
«Πότε γέροντα, δεν θυμάμαι, δεν τόξερα» και τα λοιπά, δικαιολογήθηκε, τέλος πάντων, «αυτό είναι το χρέος» λέει «του πρώτου δοκίμου, και πρέπει να πας και συ να πεις το Χριστός Ανέστη»,
«Νάναι ευλογημένο». Κάνει κανένα δεκάλεπτο, δεν είναι πολύ μακριά το κοιμητήρι, και ξαναφάνηκε στην είσοδο του Συνοδικού. Ο χαιρετισμός δεν είχε τελειώσει ακόμα, προχώρησε σεμνά και αθόρυβα, προσετέθηκε στην χορεία των υπολοίπων πατέρων. Όταν τελείωσαν όλοι και τον είδε ηγούμενος μπροστά του, δίνοντάς του το κόκκινο αυγό, τον ρώτησε με χαρούμενο ύφος «πήγες στο κοιμητήρι»;
«Ναι γέροντα, πήγα».
«Είπες το Χριστός Ανέστη στους πεθαμένους»;
«Το είπα γέροντα».
«Σού είπαν εκείνοι τίποτα»;
«Και βεβαίως μου είπαν»!
Άστραψαν τα μάτια του γέροντος σ’ αυτά που άκουσε,
«Τι σου είπαν, πάτερ Θωμά»; ξαναρώτησε βεβιασμένα ο ηγούμενος νοιώθοντας και ανατριχίλα συγχρόνως στο κορμί του και συγκίνηση να κατακυριεύει την ψυχούλα του.
«Τι μου είπαν; Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»!
Και τάλεγε αυτά ο ευλογημένος ο πατήρ Θωμάς με τέτοια φυσικότητα και γαλήνη, και όμως η συγκίνησις του ηγουμένου ήταν τόσο πολύ μεγάλη, που τον ξαναρώτησε
«Το άκουσες καλά αυτό παιδί μου; Μήπως ήταν φαντασία σου»;
«Όχι γέροντα, με ξεκούφαναν, διότι όλοι μαζί φώναξαν οι κεκοιμημένοι και απ’ το οστεοφυλάκιο και από τους τάφους, Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»!

http://agia-varvara.blogspot.com/2008/05/blog-post.html