Στο Άγιον Όρος σώζονται χειρόγραφα κάποιου μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται τα εξής:
Είχε γνωρισθεί, γράφει, με δύο Αγιορείτες μοναχούς, έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο. Γέροντας και υποτακτικός έζησαν για δέκα χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Στις καθημερινές τους νυκτερινές Θείες Λειτουργίες, διότι λειτουργούσαν κάθε νύκτα, πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος. Οι στιγμές και οι ώρες που ζούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία, ήσαν συγκλονιστικές. Η Θεία Λειτουργία και το κομποσχοίνι βγάζει ανθρώπους απ’ την Κόλαση και τους βάζει στον Παράδεισο.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός Παρθένιος, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι απ’ την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους, στη διάρκεια της πολύωρης ακολουθίας. Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος, η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από ακατάληπτη ευωδία. Έβλεπα δύο γέροντες απεξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, τη σκληρή άσκηση και την προσευχή, αδυνάτους και σκελετωμένους στο σώμα, και από την πολύ φτώχεια βέβαια εκείνης της εποχής. Έβλεπα τον έναν μέσα στο Άγιο Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα, και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει και για τις δικές του αμαρτίες, και για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Από τα δάκρυα και τους κλαυθμούς, δεν μπορούσε να κάμει τις εκφωνήσεις, δεν μπορούσε να κάνει τις λειτουργικές του αιτήσεις, τα άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων, και το δάπεδο κάτω εγίνετο λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλον, τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει και αυτός σε λυγμούς. Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει. Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε. Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά, παρά οι εκφωνήσεις και οι ψαλμωδίες. Εγώ, αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητος και συντριβής έτρεμα, έτρεμα συνεχώς, μη γνωρίζοντας που να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου. Μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο; Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς. Πολλές φορές, είτε στο Χερουβικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Άξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία, το εκκλησάκι γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φώς και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς. Παρούσα και ορατή κατά δύναμιν και κατά χάριν η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Άνω Ιερουσαλήμ. «Και τότε προορώμην τον Κύριόν μου, δια πάντός ενώπιόν μου ίνα μη σαλευθώ». Τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια, λούζονταν από μια υπέρτατη ανέκφραστη γλυκύτητα ενώ συγχρόνως η καρδιά μου επάλετο μαζί με την ευχή του ονόματος του Ιησού Χριστού, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με και σώσον πάντας ημάς", με πολύ κατάνυξη και άκρα ταπείνωση. Εξίστατο και θαύμαζε ο νους του πατρός Παρθενίου, με όσα βίωνε με τις αισθήσεις του ψυχοσωματικά, και από την πολλή χάρη που έπαιρνε η καρδιά του, έψαλλε και κείνη από μέσα της ουρανόφωνα το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
-Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν, διότι δεν είμαι άξιος να ατενίζω επιγείους αγγέλους στο πανάγιον θυσιαστήριόν Σου.
Ιδού πως συνυπάρχουν η παρουσία μας στη Θεία Λατρεία και ταυτόχρονα από μέσα μας η καρδιά να φωνάζει "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", ή να διαλαλεί θριαμβευτικά «Αββά ο Πατήρ. Είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο Θεός μου, είσαι ο Σωτήρας μου. Είσαι ο Λυτρωτής μου, είσαι η αιώνια αγάπη».
http://agia-varvara.blogspot.com/2010/10/blog-post_15.html