Το οσιακό τέλος του κ. Δημήτρη από τα Καλάβρυτα

Το Σεπτέμβριο που μας πέρασε του ’08. Μια οικογένεια με καταγωγή απ’ τα Καλάβρυτα, ήλθε να προσκυνήσει στο μοναστήρι της Παναγίας της Βαρνάκωβας. Εκεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μπροστά στην γερόντισσα, και σε άλλες αδελφές, αυθόρμητα η μητέρα, καθώς και η κόρη, μάνα και κόρη ήτανε, μια κοπέλα γύρω στα τριάντα, ενώ ήσαν ακόμα μέσα στην εκκλησία, θέλησαν να διηγηθούν μια εμπειρία τους, από τον θάνατον του πατέρα τους. Πολύ ωφέλιμη διήγησις. Γιατί ήταν ζωντανή η μαρτυρία. Μαζί τους την απόλαυσα.
Ο άνδρας μου, λέει, υπήρξε ένας εκλεκτός άνθρωπος και χριστιανός, με τακτικό εκκλησιασμό, με εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Τις κρυφές του ελεημοσύνες δεν τις ξέρω. Βασανίστηκε για οκτώ ολόκληρα χρόνια από καρκίνο, χωρίς να γογγύσει. Προσηύχετο ανελλιπώς, και επειδή δεν ήξερε άλλες προσευχές, έλεγε το «Πάτερ ημών». Να λοιπόν, άλλος άγιος Τρύφων
- «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η Βασιλεία Σου,» και ξανά πάλι, και ξανά πάλι, και ξανά πάλι. έτσι :
- Βρέ πατέρα, υπάρχουν και άλλες, να δε διαβάζεις εδώ…
- Όχι, όχι αυτό εμένα με ξεκουράζει, με αναπαύει, αφήστε με.
Το τελευταίο καιρό νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Αγίου Ανδρέου στην Πάτρα. Κι εκεί στο κρεβάτι του πόνου, ψέλλιζαν συνεχώς τα χείλη του «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Μια μέρα λέει η μητέρα, αντίκρισα το εξής. Μπαίνοντας μέσα στο θάλαμο, που είχε τέσσερα κρεβάτια, μια φωτεινή νεφέλη, μπήκε στο δωμάτιο ανάλαφρη, που μ’ έκανε και μένα να νοιώσω κάποια άγνωστη ευχαρίστηση και δροσιά, και τύλιξε το κρεβάτι του άρρωστου συζύγου μου. Έμεινα κατάπληκτη αλλά δε μίλησα. Μετά από λίγη ώρα, αυτή η νεφέλη εξαφανίστηκε απ’ το δωμάτιο, χωρίς να είναι τα παράθυρα ανοικτά, ούτε απ’ τα παράθυρα, ούτε απ’ τους τοίχους, ούτε απ’ την πόρτα, απ’ το πουθενά ήρθε, απ’ το πουθενά έφυγε. Το εμπιστεύτηκα στην κόρη μου από δω, και ας σας διηγηθεί λέει αυτή τα παρακάτω.
Και λέει τώρα, ομιλεί πλέον η κόρη. Όταν μου είπε η μητέρα μου, το και το, δεν το πήρα στα σοβαρά και της είπα,
- Ω καημένη μάνα, απ’ την κούραση τζάμωσαν τα τζάμια σου και δεν έβλεπες καλά !
Την άλλη μέρα όμως, όταν μπήκα στο θάλαμο του πατέρα μου, είδα και γω το ίδιο θέαμα. Όλο το κρεβάτι του ήταν τυλιγμένο, σαν με ομίχλη φωτεινή, λαμπερή. Φωτεινή μεν νεφέλη, αλλά πυκνή. Τόσο πυκνή, που δεν φαινόταν ο πατέρας μου. Και να φανταστείτε, πως τον αδελφό μου, που καθόταν δίπλα του σε μια καρέκλα, τον έβλεπα από τα μάτια και πάνω. Σώμα δε φαινόταν. Ήταν κι αυτό μέσα στην φωτεινή ομίχλη, την πυκνή.
Από την έκπληξή μου, ταράχτηκα τόσο πολύ ώστε κόντεψα να πέσω, κι έπιασα τα κάγκελα του κρεβατιού για να μη σωριαστώ κάτω. Μετά από λίγο, τα πάντα εξαφανίστηκαν, και ήταν όπως συνήθως.
Τις τελευταίες μέρες ο πατέρας μου, πολύ ήρεμα συμβούλευε την από δω μητέρα μου, και της έλεγε:
-«Γυναίκα πρόσεξε!». «Πρόσεξε πολύ, σαν θα φύγω, δεν θέλω φωνές και τσιρίδες. Και συ και τα παιδιά θα είστε απολύτως ήσυχοι. Θα γονατίσετε και θα προσεύχεστε.»
Ακούσατε τι είπε ο ετοιμοθάνατος; «Θα γονατίστε και θα προσεύχεστε.» Η μάνα μου όμως σαν τον είδε να παίρνει την τελευταία του αναπνοή και να εκπνέει, πανικόβλητη βγήκε από το δωμάτιο, για να φωνάξει τους γιατρούς. Μεσ’ την ταραχή που είχε, μόλις βγήκε απ’ την πόρτα, σωριάστηκε κάτω φωνάζοντας και το όνομα του ανδρός. Δημήτρηηηηη ! τσιρίζοντας βέβαια. Εγώ ούτε που σηκώθηκα να τρέξω κοντά στη σωριασμένη μάνα μου. Όλη η προσοχή μου ήταν στον πατέρα μου, που φαινόταν, που έδειχνε, σαν να είχε πεθάνει. Με τη φωνή όμως που έβγαλε η μάνα μου, συνέβη κάτι το καταπληκτικό. Βλέπω το στήθος του πατέρα μου να φουσκώνει παράξενα, και σε λίγο σα να επανήρχετο στη ζωή. Ανοίγει τα μάτια του και επιτακτικά μου είπε :
- Πού είναι η μάνα σου; Ταραγμένη εγώ του είπα ότι βγήκε έξω. Τότε επανέλαβε σοβαρά :
- Θέλω τη γυναίκα μου, τη μάνα σου. Φώναξέ την αμέσως.
Τότε έτρεξα έξω, την είδα σε ένα φορείο και πάνω της οι γιατροί προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Όταν όμως άκουσε ότι την ζητούσε ο πατέρας μου, αμέσως συνήλθε, πήδηξε από το φορείο, και έτρεξε στο δωμάτιό του. Εκείνος ήρεμος αλλά εξαντλημένος, όταν την είδε, χωρίς να μιλήσει, σήκωσε το χέρι του και το κίνησε σα να έλεγε, έτσι, «θέλεις ξύλο». Όταν συνήλθε περισσότερο, ύστερα από καμιά ώρα, παραπονέθηκε και της είπε:
- «Δεν σου είπα βρε γυναίκα, να είσαι ήσυχη και να μην φωνάξεις και να μην τσιρίξεις; Με γύρισες πίσω !!! Είχα πάει σε ένα πολύ ωραίο μέρος, γεμάτο φως θεϊκό! Και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω με τίποτα. Άμα πας στον παράδεισο, δεν θέλεις να γυρίσεις πίσω. Το κατάλαβες αυτό γυναίκα;»
Έζησε μερικές μέρες ακόμα, αλλά βασανίστηκε πολύ, παραταύτα όμως, εξακολουθουσε να προσεύχεται με το «Πάτερ ημών εν τοις ουρανοίς». Ξέχασα να σας πω ότι σε όλο αυτό το διάστημα, έτσι παραμονής του στο νοσοκομείο κοινωνούσε τακτικά.
Την τελευταία ημέρα ήταν απόλυτα ήρεμος και χωρίς πόνο, και είχε μία πληρεστάτη διαύγεια.
Ρώτησε για μια στιγμή,
- Τι ώρα είναι;
Του λένε,
- Έξι και είκοσι.
- Πρωί ή βράδυ;
- Απόγευμα, του λέει η κόρη, πατέρα, απόγευμα είναι.
Τότε πλησίασε τις δύο παλάμες και τις κύλισε τη μια αριστερά και την άλλη δεξιά, που σημαίνει «ήρθε το τέλος», κάπως έτσι, με συγχωρείτε δεν μπορώ να ανοίξω το άλλο το χέρι, έτσι.
- Τελειώσαμε.
Και ξανασταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος του. Μας κοίταξε με αγάπη και είπε τις τελευταίες λέξεις με μια απέραντη γαλήνη.
- Και τώρα καληνύχτα. Καλή αντάμωση στον Παράδεισο! Σας αγαπώ!
Και ξέπνευσε, χωρίς το καταλάβομε. Εμείς νομίζαμε πως νύσταξε και κοιμήθηκε. Εκείνος όμως πέρασε στην αιωνιότητα τόσο ήρεμα που κανείς από μας, τόσο αμαρτωλοί ήμαστε, δεν το πήραμε είδηση. Ο Θεός του χάρισε ειρηνικό και ευλογημένο τέλος όλων των αγώνων του, της αγόγγυστης υπομονής του, της πίστεώς του, και της μετανοίας του, και της συνεχούς προσευχής του. Για τις άλλες αρετές δεν γνωρίζουμε τίποτα, μόνον αυτός και ο Θεός.

http://agia-varvara.blogspot.com/2009/02/blog-post_01.html