Διωγμοί στην Σοβιετική Ένωση

Ένας περιπλανώμενος εξόριστος ιερεύς, κάνοντας τον τσαγκάρη στα φοβερά εκείνα χρόνια των τρομακτικών διωγμών στη Ρωσία, από το 1918 έως το 1925, μας δίδει μέσα από κάποιες γραπτές σημειώσεις του σε ένα πρόχειρο ημερολόγιο, κάποια βιώματα, όντως φοβερά και ανήκουστα ανοσιουργήματα. Γράφει και διηγείται ο ίδιος τα εξής:
Θα σας τα διαβάσω όπως τα γράφει.
Με έφεραν στη μικρή παραποτάμια πόλη, στο σπίτι ενός τσαγκάρη, του Σάββα Γρηγόριεβετς. Άρχισα να μαθαίνω την τέχνη του παπουτσή. Ο Σάββας, όμως, ήταν πιστός άνθρωπος. Καθόμασταν τα βράδια κάτω από μια φλαμουριά και μελετούσαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν. Ήταν ο Σάββας ένας λεβεντόκορμος γέροντας, με φωτεινή, καθαρή ψυχή. Κρατούσε από σόι παραδοσιακό, καθαρά Ορθόδοξο. Με τη ζωή του λες και ζωγράφιζε την εικόνα του Χριστού. Τα Σάββατα και τις Κυριακές έρχονταν οι συγγενείς του και άλλοι ευσεβείς άνθρωποι, τελούσαμε κρυφά τη Θεία Λειτουργία, στα πίσω δωμάτια.
(Εδώ τη Θεία Λειτουργία την έχουμε ελεύθερη τώρα.)
Οι χριστιανοί έμαθαν για μένα. Μου έφερναν κρυφά τα παιδιά τους, τα βρέφη τους, για να τα βαφτίσω. Μου ζητούσανε να τους εξομολογήσω, να τους κοινωνήσω, να τους παντρέψω εκκλησιαστικά. Η πόλη δεν είχε πλέον ιερείς. Πριν έρθω εδώ, ως τσαγκάρης εξόριστος, τους είχαν εξαφανίσει όλους. Άλλους, βέβαια, τους είχαν εξορίσει στο Σολόφκ, και άλλους τους θανάτωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Όρμισαν σε έναν ιερέα την ώρα που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο. Έχυσαν στο πάτωμα το Αίμα του Χριστού. Το λειτουργό τον έβγαλαν έξω με τα άμφια μαζί, έξω από την εκκλησία, και τον κρέμασαν στην πλατεία σε έναν ηλεκτρικό στύλο. Στο χωριό Ντουμπλάχ τον πατέρα Δημήτριο, συμμαθητή μου στην ιερατική σχολή, τον τύφλωσαν με τις λόγχες. Βαρύς ο Σταυρός της αμαρτίας, που έχει φορτωθεί όχι ο αμαρτωλός, γιατί ο αμαρτωλός μετανοεί, αλλά ο θεομάχος και ο πολέμιος της Ορθοδόξου πίστεως.
Κάποια νύκτα σε ένα καλύβι έγινα μάρτυρας μιας άγριας Ρωσικής κραιπάλης. Πέντε άνδρες του κόκκινου στρατού, μαζί με τον σπιτονοικοκύρη, τον ψαρά Συμεών, και τον καμπούρη Γιώτη Πέτρο, έφτιαχναν παράνομο πιοτό. Το ξέρω πως πρέπει να είχα φύγει από εκεί αλλά έμεινα. Γιατί από το μεθύσι και την αμαρτία του Ρώσου, που έχει πάντα μέσα του κάτι το μελαγχολικό, μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε η ψυχή αποκαλύπτεται. Και σ’ αυτές τις θανάσιμες ώρες του χρειάζεται η παρηγοριά του Θεού από τον Ορθόδοξο ιερέα.
(Και μεις τον στήνουμε τον παπά στα έξι μέτρα.)
Οι στρατιώτες ήταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι. Με πλακουτσωτές τις μύτες. Όσο τους έβλεπα ξεμέθυστους και νηφάλιους τους καμάρωνα και συλλογιζόμουν. Τι καλά που θάταν αν δούλευαν παραγωγικά για την πατρίδα μας και τον λαό μας, αν καλλιεργούσαν τα χωράφια, αν θέριζαν το στάρι; Τα λόγια τους ήταν, όμως, σκληρά, άρχισαν να φτύνουν και να βλαστημάνε. Με είδαν σε μια γωνιά, «ποιος είναι αυτός;» και ένας με έφτυσε αηδιαστικά. Περιπλανώμενος τσαγκάρης, απεκρίθηκε ο Συμεών.
- Ε, τότε φτιάξε μου τις μπότες, πετάχτηκε ένας άλλος.
- Θα σε πληρώσω, μη φοβάσαι.
Καταπιάστηκα με τη δουλειά. Εκείνοι κάθισαν και άρχισαν να πίνουν. Θέλησαν να με κεράσουν. Ήπια ένα ποτήρι αλλά μου προσέφεραν και δεύτερο. Για να το αποφύγω, δικαιολογήθηκα.
- Όχι άλλο, παιδιά, η καρδιά μου είναι αδύνατη.
Και τότε εκείνοι, σαν μικρά παιδιά, άρχισαν να περιγράφουν αναιδέστατα τους ηρωισμούς των. Πολλές και φοβερές ιστορίες διηγήθηκαν. Αλλά μια από όλες αυτές με συνεταραξε έως θανάτου. “Περίλυπος εγένετο η ψυχή μου έως θανάτου”, είπε και ο Κύριος, γονατιστός στον κήπο της Γεθσημανή. Ακούστε τι έγινε:
- Ε, τι είναι αυτά που είπαμε ως τώρα, λέει κάποιος. Μείς κάναμε πιο πιαστρικές δουλειές που ούτε στον ύπνο σας δεν τις έχετε δει.
Μιλούσε ένας μικροσωμος νεαρός με κόκκινα στρογγυλά φρύδια. Και η φωνή του ήτο τσιριχτή και διαπεραστική.
- Θυμάσαι πως κοινωνήσαμε τους ηλίθιους τους χωρικούς με σαμογόν;
(Το σαμογόν είναι βότκα οικιακής κατασκευής με πολύ δυνατή και βαριά μυρουδιά.)
- Σώπα καλύτερα, κατσούφιασε ο άλλος.
- Σκάσε βρε, φώναξε άλλος.
Αυτός, όμως, είχε πάρει φόρα.
- Δεν είναι καιρός που έγινε, λέει. Είχαμε φτάσει σε ένα κεφαλοχώρι. Η εκκλησία ήταν ήδη κλειστή και σφραγισμένη. Τον παπά τον καψαλίσανε σαν γουρουνόπουλο πάνω στην φωτιά και έπειτα του χώσανε στο λαρύγγι έναν αναμμένο δαυλό. Ναι, λοιπόν. Αρχηγός μας, τότε, ήτανε ο Παύλος, λέει εδώ Νιντουγκομίμποβιτς, δεν μπορώ να τα βγάλω τα Ρωσικά. Κεφάλας και φαφλατάς, τέλος πάντων, να όμως που σπούδαζε κάποτε σε ιερατική σχολή … Ακούς εκεί, παπάς ήθελε να γίνει. Και άρχισαν τα γέλια. Σε μια στιγμή, λοιπόν, εκεί που του γλεντούσαμε, σηκώνεται αυτός ο Παύλος και λέει με την βροντερή του φωνή «Σύντροφοι, θέλετε να κάνουμε μια φάρσα στους βλάκες αυτούς χωρικούς;» Και έδειχνε τα δόντια του σαν πεινασμένος λύκος. Και τα φλογισμένα του μάτια, ω, πόσο φοβερά ήταν.
- Μα γιατί τα λες τώρα, τον έκοψε πάλι με οργή ο μαλλιαρός.
- Πάψε. Λοιπόν, θέλετε, λέει, να κάνω τη φάρσα;
Εμείς βέβαια ρωτήσαμε τι φάρσα εννοούσε.
- Να, βρόντηξε ο Παύλος τη γροθιά του στο τραπέζι, αύριο θα λειτουργήσω στην εκκλησία και θα κοινωνήσω το λαό του χωριού με σαμογόν.
Εμείς χλωμιάσαμε απ’ την ταραχή και τον φόβο. Αλλά μετά το γλέντι, αφού σκορπίσαμε, τα είχαμε ξεχάσει, ή μάλλον αδιαφορήσαμε, αφού η θρησκεία είναι το όπιον του λαού. Αφού ο Θεός δεν υπάρχει πουθενά, τι μας νοιάζει;
- «Φτύστε τα βρε!»
(Σας τα διαβάζω, όπως τα γράφει.)
Την άλλη μέρα, γύρω στις δέκα, ένας δικός μας χτύπησε την καμπάνα. Όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι.
- Καμπάνα; απορούν, τι συμβαίνει;.
Τους ανακοινώσαμε ότι η κρατική εξουσία, δείχνοντας κατανόηση στα λαϊκά αιτήματα, απεφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη τέλεση της δημόσιας λατρείας. Γι’ αυτό έστειλε ακόμα και ιερέα. Οι χωρικοί άρχισαν να πανηγυρίζουν. Κίνησαν ομαδικά για την εκκλησία. Ήσαν δακρυσμένοι απ’ τη χαρά. Πέσανε πάνω στις εικόνες και τις φιλούσανε με λαχτάρα. Τις στολίζανε με λουλούδια. Τις ξεσκονίζανε. Ο Παύλος έβαλε τα ιερατικά άμφια και έγινε και μια αυτοσχέδια χορωδία, βρέθηκε και ένας γέρος νεωκόρος και τέτοια λειτουργία έγινε, που όλοι μέσα στην εκκλησία κλαίγανε με λυγμούς.
Όσο διηγόταν ο νεαρός, το μαλλιαρό παλικάρι, του έριχνε οργισμένες ματιές.
- Πάψε, κάθαρμα.
Μεσολάβησε μικρή σιωπή.
- Και, λοιπόν, τι έγινε; Κοινώνησε τους χωριάτες; ρώτησε ψιθυριστά ο καμπούρης γιος του Συμεών.
- Ναι, τους κοινώνησε, είπε.
Και συνέχισε πιο χαμηλόφωνα.
Τους κοινώνησε και ύστερα βγήκε για να κάνει κήρυγμα.
- Τι έγινε τότε;
- Άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει το Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Εγώ, απ’ την τρομάρα μου, είχα κολλήσει στο πάτωμα και είχα κοκαλώσει.
- Και ο λαός; Τι έγινε με το λαό;
Και κείνος δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει.
- Αν δεν μπορείς, λέει, μη συνεχίζεις.
- Όχι, πρέπει να το τελειώσω. Δεν μπορώ να μην τα πω όλα. Ο λαός... έχετε δει πώς η θύελλα σηκώνει τις σκεπές, πως ξεριζώνει τα δένδρα και τα σπίτια, πως ξεριζώνει τα βράχια και τα συντρίβει; Έτσι έκαναν και αυτοί στον Παύλο. Τον σήκωσαν, τον πέταξαν κάτω και άρχισαν να τον χτυπάνε, κραυγάζοντας αγανακτισμένα. Να τον χτυπάνε με τις μπότες, με τις γροθιές, με τα κηροπήγια. Να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά. Χύθηκαν τα μυαλά του, τα σωθικά του, τα έντερά του. Κι όλες οι εικόνες γύρω πιτσιλίστηκαν με το αίμα του.
- Λοιπόν, μετά τι έγινε; Μετά, μετά, μετά;
- Δεν σου φτάνουν όσα άκουσες;
- Ρωτάς τι έγινε; είπε ένας άλλος.
- Κάλεσαν ένα απόσπασμα και άρχισαν με τα πολυβόλα και σκοτώσανε καμιά πενηνταριά χωρίς να λογαριάσουμε όλους τους άλλους που τραυματίστηκαν. Ύστερα μιλήσανε για στάση και εξέγερση ενάντια στη νόμιμη εξουσία.
Δεν ήθελε πια κανένας να μιλήσει. Κάθισαν πολλή ώρα αμίλητοι και σκυθρωποί. Ύστερα άρχισαν να φεύγουν ένας ένας. Τις μπότες δεν κατόρθωσα να τις διορθώσω. Από ένα λεπτότατο νήμα αράχνης κρατιόταν το μυαλό μου. Λίγα ακόμα και θα το έχανα. Όλα αυτά σας τα διάβασα από το βιβλίο «Οδοιπορικό Ραβδί», εκδόσεις Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής 1999, Έκδοσις 9η.

http://agia-varvara.blogspot.com/2010/10/blog-post_15.html