Κάποτε όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε χρονών, διηγείται ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, είδα μια νύχτα στον ύπνο μου μια ωραιοτάτη κοπέλα, τόσο πανέμορφη που δεν μπορώ να περιγράψω την ομορφιά της. Με πλησίασε και με ξύπνησε. Την ξαναβλέπω κοντά μου. Έλαμπε ολόκληρη από ένα ωραιότατο παράδοξο φως. Δεν ήταν όνειρο, ήταν μια ζωντανή πραγματικότητα.
-Ποια είσαι, τη ρωτάω. Από πού έρχεσαι, τι θέλεις;
Μου χαμογέλασε και με πολύ γλυκειά φωνή μου είπε.
-Είμαι η πρωτότοκος κόρη ενός μεγάλου βασιλεως, τον οποίον θα σου γνωρίσω εάν με εκτιμήσεις αληθινά. Έχω όλη την εμπιστοσύνη του. Όταν κατέβηκε στη γη και έλαβε σάρκα και οστά, εμένα συμβουλεύτηκε. Είμαι η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η αγάπη.
Και αμέσως εξαφανίστηκε.
Το θείο αυτό όραμα με απασχόλησε όλη τη νύχτα.
Το πρωί σηκώθηκα, ντύθηκα καλά, γιατί έκανε δυνατό κρύο, ήταν χειμώνας, και κατευθύνθηκα προς την εκκλησία για την πρωινή ακολουθία και Θεία Λειτουργία. Καθώς προχωρούσα, παρόλο που ήτο πολύ πρωί και με πολύ κρύο, συνάντησα στο δρόμο ένα ζητιάνο. Έτρεμε από το κρύο. Έβγαλα αμέσως το ζεστό μανδύα που φορούσα, τον τύλιξα στον ζητιάνο και συνέχισα το δρόμο μου. Λίγο πριν φθάσω στην εκκλησία συνήντησα έναν νέο άνδρα ωραιότατον, και όλως παραδόξως ντυμένο στα λευκά.
-Φίλε, μου είπε, σου προσφέρω αυτό το δώρο.
Και μου έδωσε ένα βαλάντιο γεμάτο νομίσματα χρυσά. Το πήρα με απορία. Και παρά την ανεξήγητη χαρά που ένοιωσα, σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να τα δεχθώ, αφού δεν τα είχα ανάγκη. Έτσι γύρισα για να επιστρέψω το βαλάντιο. Ο άγνωστος όμως δωρεοδότης είχε εξαφανιστεί. Και τότε φωτίσθηκα και κατάλαβα. Όση ελεημοσύνη δίνεις στον πλησίον σου για την αγάπη του Θεού, αυτή επιστρέφεται εκατονταπλάσια, για να συνεχίζεις το έργο της αγάπης. Από τότε απεφάσισα, να είμαι αδιακρίτως ελεήμων. Και να αφοσιωθώ στην εξυπηρέτηση των πτωχών και δεινοπαθούντων μέχρι το τέλος της ζωής μου. Ανεξάρτητα αν μερικοί απ’ αυτούς, το εκμεταλλεύονταν αυτό. Γι’ αυτό και πήρε το όνομα, ο Άγιος αυτός, Ελεήμων. Ελεούσε αδιακρίτως. Αυτά μας διηγείται.
Να τον μιμηθούμε κατά το δυνατόν; Ε, έστω και λίγο και μετά διακρίσεως. Τώρα δεν είναι ο καιρός να βάζουμε τον οποιονδήποτε στο σπίτι μας … Τώρα έχουμε εγκληματίες, έχουμε φονιάδες, έχουμε κακοποιούς, έχουμε κλέφτες, έχουμε λωποδύτες και χίλια δυο άλλα πράγματα. Μας ταλαιπωρούν και στο δρόμο και στο λεωφορείο, και στο τραμ, γι’ αυτό είπα μετά διακρίσεως… Θα ζητάμε από τον Θεόν να μας βοηθήσει. Και να μας φωτίσει, πότε, πού και πώς. Θέλεις πού, πότε, ποιόν και πως.
http://agia-varvara.blogspot.com/2010/07/blog-post.html