Οι προσευχές και η φιλανθρωπία της Κατερίνας από την Ηλεία

Πριν από μερικές δεκαετίες, και για την ακρίβεια πριν από το 1940, σε μια κωμόπολη της Ηλείας ζούσε μια χαριτωμένη από τον Θεό ψυχή, η κυρία Κατερίνα. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Ήταν όμως ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος, με ακλόνητη ζωντανή την πίστη, σαν εκείνη που είχαν οι πρώτοι χριστιανοί, που έπεφταν και στη φωτιά για το Χριστό, προκειμένου να μην τον αρνηθούν. Και έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κυρίου στη ζωή της ευλογημένης αυτής ψυχής «και πάντα όσα αιτήσετε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε». Διότι όντως ήταν άνθρωπος της πολλής προσευχής.
Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ήλιος από τα σύννεφα και προμηνύονταν βροχή μεγάλη, επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα περίμεναν εκείνη την εποχή για αλώνισμα στα αλώνια, αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά τους, γι’ αυτό και οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα, και της ζητούσαν να προσευχηθεί για να μη βρέξει. Και κείνη πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, προσευχόταν και δεν έβρεχε. Αυτό μας θυμίζει τον προφήτη Ηλία ο οποίος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής, - όμοιος με μας, με τις αδυναμίες και τα πάθη, και βέβαια ασφαλώς και τις πολλές αρετές και τη δυνατή πίστη στην προσευχή, κι όταν παρακάλεσε τον Θεόν για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του οι Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τρεισήμισι χρόνια. Κι όταν πάλι έκανε προσευχή ο Θεός έστειλε υετόν, βροχή. - Όταν αρρώσταινε κάποιος, κατέφευγαν πάλι στην Αικατερίνη, πάλι εκεί να προσευχηθεί, και αν υπήρχε κάποιο τραύμα, κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, κάποιος τραυματισμός, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και ανάλογα με την πίστη που είχανε οι χριστιανοί, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα.
Ποτέ η αγιασμένη γυναίκα, δε δέχτηκε δώρα, διότι ήτο και καλά αποκατεστημένη. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Οι σκέψις ήτανε παρθενική, και δεν την εμόλυνε η αυταρέσκεια, η υπερηφάνεια ή και ο εγωισμός. Γι’ αυτό, αυτό το χάρισμα του Θεού, δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της που ελαμπρύνετο ακόμα πολύ περισσότερο, από την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα εν κρυπτώ.
Κάποτε ο καινούργιος παπάς του χωριού εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα της προσευχής, αυτής της πιστής γυναίκας, και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε.
- Για πες μου Κατερίνα, παιδί μου, τι προσευχή κάνεις όταν οι διάφοροι χριστιανοί σου ζητούν κάποιο αίτημα να κάμεις στο Θεό; Ή και όταν είσαι μόνη σου, τι προσευχές κάνεις συνήθως;
Και εκείνη απάντησε με όλη της την φυσική απλότητα.
- Εγώ παππούλη μου όπως γνωρίζεις δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου.
- Ποια;
- «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και κατόπιν ζητάω από τον Θεό, αυτό που με παρακαλούνε οι συχωριανοί μου να το ζητήσω με την προσευχή μου, είτε από το Χριστό, είτε από την Παναγία, είτε από κάποιον Άγιον.
Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και έτσι βεβαιώθηκε για το άδολον αυτής της ψυχής και την απλή βαθειά πίστη της η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμη στην προσευχή της.
Τον ρώτησε η κυρά Κατερίνα, μήπως δεν είναι σωστό; Αυτό που κάνω, να κάνω κάτι άλλο; Δεν ξέρω βέβαια, αλλά αν πρέπει …
- Όχι, όχι, όχι, της λέει εκείνος, προς Θεού μην αλλάξεις αυτή την προσευχή, αυτή που ξέρεις, αυτή που έμαθες, αυτήν και να κάνεις.
Μεταξύ των άλλων λοιπόν, στο κελάρι του σπιτιού της, υπήρχαν και πάνω από χίλιες οκάδες στάρι, και δυο μεγάλα πιθάρια λάδι. Όταν ήρθε η φοβερή Γερμανική κατοχή του 1941, και οι Έλληνες καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, και ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, τότε φάνηκε και το μεγαλείο της Κατερίνας. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της, της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία όμως είχε από τον πατέρα του, τον κύριο Αλέξη. Έτσι λοιπόν είχε αρκετά αποθέματα στις αποθήκες.
Η Κατερίνα λοιπόν, στην Κατοχή αυτή την σκληρή, και την μεγάλη πείνα, άρχισε την διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε, και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη έλεγε «όχι, μην με ευχαριστείτε εμένα, το σιτάρι είναι από την περιουσία του πεθερού μου, του μπάρμπα Αλέξη, να λέτε «Θεός σχωρέσ’ τον κυρ Αλέξη».
Όταν μοίρασε τις περισσότερες από τα μισά, είδε στον ύπνο της τον πεθερό της, για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλον που ήτανε αρκετά ευκατάστατος. Τον είδε λοιπόν σαν κατάδικο με τα μαλλιά μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικον πολύ. Η Κατερίνα τότε πήρε ένα ψαλίδι, - στον ύπνο της αυτά – πήρε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τον καθάρισε. Τον ξύρισε, τον περιποιήθηκε, τον έπλυνε, του φόρεσε και καινούργια άσπρα ρούχα και έτσι το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε. Έλαμπε ολόκληρος. Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφιση.
- Νάσαι ευλογημένη Κατερίνα μου. Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες από τον Άδη, και μ’ έκαμες στρατηγό, πρίγκιπα.
-
Άλλη μια περίπτωση που αποδεικνύεται πόσο οι ελεημοσύνες, ανακουφίζουν τις ψυχές των κεκοιμημένων, όπως και οι προσευχές που γίνονται ιδιαιτέρως στην εκκλησία κατά την προσκομιδή και μετά τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, και οι προσευχές που κάνουν οι χριστιανοί στα σπίτια τους, για τους κεκοιμημένους,
Επιβεβαιώνεται εδώ ο λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος λέγει «όταν οι ελεημοσύνες γίνονται με πίστη, με αγάπη, και με καθαρή καρδιά, βγάζουν ψυχές από την Κόλαση και τις πηγαίνουν στον Παράδεισο. Αυτά όλα τα αφηγήθηκαν με συγκίνηση, ο γιος της ευλογημένης αυτής ψυχής, της κυρά Κατερίνας, μαζί με την γυναίκα του, τη νύφη της δηλαδή, σε ένα προσκύνημά τους που έκαναν στην Παναγία την Βαρνάκωβα, την Διακαινίσιμο εβδομάδα φέτος, το 2009.

http://agia-varvara.blogspot.com/2010/07/blog-post.html