Περί σεμνής ενδυμασίας και ο ευλαβής νεαρός

Ας επανέλθουμε όμως, στη λειτουργία εκείνη του ιερέως, του οποίου τα δάκρυα και οι λυγμοί συνεχίστηκαν μέχρι τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Μετά, ηρέμησε για λίγο και συνέχισε τις ευχές της Αγίας Αναφοράς. Έτσι έφτασε και στην εκφώνηση «και έσται τα ελέη του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού...» και γύρισε προς την Ωραία Πύλη, όπως ακριβώς είμαι έτσι, για να ευλογήσει το λαό σταυροειδώς. Και εκεί...πριν πει το «είη μετά πάντων υμών», μαρμάρωσε από την έκπληξη και το δέος. Τι είδε έντρομος...με τα μάτια του σώματος είδε; Με τα μάτια της ψυχής είδε; Δε γνωρίζει. Πάντως είδε ολοζώντανα ένα πλήθος αγγέλων και αρχαγγέλων να διώχνουν ως αστραπή όλους τους χριστιανούς έξω από το ναό, εκτός από τα παιδιά, τέσσερις άντρες και οκτώ γυναίκες. Από τις γυναίκες, οι τέσσερις, όπως μου είπε, ήταν νεαρές, μεταξύ 15 έως 25 και άλλες τέσσερις κυρίες. Και οι δώδεκα όμως του ήσαν πολύ γνωστοί, γνώριμοι. Παρατήρησε όμως πως όλοι τους ήσαν σεμνά και ευπρεπώς ενδεδυμένοι. Όχι με σοβαροφάνεια και υποκρισία, αλλά με σεμνότητα....μεταφέρω τα λόγια του. Του έκανε εντύπωση επιπλέον, η φωτεινότητα του προσώπου τους και είχε την αίσθηση και την πνευματική πληροφορία ευθύς αμέσως, ότι αυτοί οι δώδεκα ήσαν πολύ καλά προετοιμασμένοι και η στάση τους μέσα στην εκκλησία έδειχνε στάση προσευχής και αληθινής λατρείας. Και τότε κατάλαβε, εν Πνεύματι Αγίω, τι συνέβη στον φαινομενικό αυτό διωγμό των εκκλησιασμένων. Ήταν μια πνευματική έξωση και αμέσως ακούστηκαν μέσα του τα εξής λόγια: «εν ταις λαμπρότισι των Αγίων Σου, πως εισελεύσομαι ο ανάξιος και δέσμιος εκβαλλούμαι υπό των αγγέλων». Και τότε κατάλαβε ότι αυτό πραγματοποιήθηκε εκείνη τη στιγμή. Όσοι δεν είχαν καθαρόν τον χιτώνα της ψυχής τους και όσοι δεν ήσαν σωστά προετοιμασμένοι, εκδιώχθησαν από τους αγγέλους, εκτός από τα παιδιά και τους δώδεκα εκείνους χριστιανούς που ήσαν μέσα και έξω καθαροί παραμένοντας και στη Θεία Λειτουργία. Το ποτήριον όχι μόνο το έξωθεν καθαρό, αλλά πολύ περισσότερον ήταν καθαρόν το έσωθεν του ποτηρίου, όπως τονίζει ο Κύριός μας προς τους υποκριτάς Φαρισαίους. Αυτό το διαπίστωσε αργότερα και στη Θεία Κοινωνία όπου είδε τα πρόσωπα αυτά αγνά, φωτεινά, καθαρά, μέσα κι έξω.

Έναν απ’ αυτούς τους άντρες τους τέσσερις, ένα σεμνό παλικάρι τριάντα ενός ετών, τον γνώρισα κι εγώ από κοντά και το παράδοξον ήταν ότι μύριζε σαν λιβάνι, σαν άγιο λείψανο. Μην απορείτε γι’ αυτό. Διότι μόλις αρχίσαμε λίγη πνευματική συζήτηση μαζί του και όταν ανέφερε το όνομα του Ιησού Χριστού και της Παναγίας, και όταν μου είπε ότι πριν από 5 χρόνια πηγαίνοντας στο Άγιον Όρος έμαθε να λέει προφορικά το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», από το στόμα του εξήρχετο άρρητος ευωδία. Το δικό μου το στόμα δυστυχώς...μυρίζει από την απλυσιά και έχω τα κακά μου τα χάλια από την ασχήμια. Από το στόμα όμως αυτού του παληκαριού έβγαινε η άρρητος ευωδία του Αγίου Πνεύματος.