Θα διαβάσω εδώ ένα γεγονός το οποίον το ’γραψε και το περιοδικό των πολυτέκνων.
Υπήρξε κάποιος τελώνης με το όνομα Πέτρος. Κι ήταν αξιωματούχος και πατρίκιος και διοικητής όλης της Αφρικής, επί της εποχής του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, γύρω στο 530 μ.Χ.
Κάποτε λοιπόν, την ώρα που βάδιζε στο δρόμο, τον πλησίασε ένας ταλαίπωρος ζητιάνος, και του ζητούσε με πολλή επιμονή ελεημοσύνη. Αλλά κείνος διεκρίνετο για την ασπλαχνία του και την σκληροκαρδία του, και μπροστά στην επιμονήν του, για να τον ξεφορτωθεί, άρπαξε ένα καρβέλι ψωμί που κουβαλούσε ο δούλος του δίπλα, και αυτό το ψωμί, αντί για πέτρα, το πέταξε στο κεφάλι του. Όταν το καρβέλι με το ψωμί έπεσε κάτω, η φραντζόλα όπως θα λέγαμε, το άρπαξε ο πεινασμένος ζητιάνος και έφυγε τρέχοντας. - Και προχθές σ’ έναν κάδο απορριμμάτων, είδα μία νάιλον γεμάτη ψωμί. Πιστεύω ότι κάποτε θα έρθει η ώρα του Θεού να μας τιμωρήσει. -
Μετά δύο μέρες ο άσπλαχνος τελώνης, αρρώστησε βαριά, και είδε στον ύπνο του ένα φοβερό όραμα. Είδε ότι κρινόταν ενώπιον του Δικαίου Κριτού, του Χριστού, και τα έργα του ζυγίζονταν σε μια ζυγαριά. Αριστερά του στεκόταν οι δαίμονες, που έβαζαν στην πλάστιγγα όλα τα αμαρτήματά του. Και βέβαια η πλάστιγγα έγερνε αποκλειστικά και μόνον προς τη δική τους πλευρά. Από την άλλη πλευρά βρισκόταν κάποιοι άγγελοι, αλλά δεν είχαν τίποτα να δώσουν για να βάλλουν στην άλλη πλευρά της πλάστιγγος, κάτι καλό. Τελικά με δισταγμό, ένας άγγελος έβαλε ένα καρβέλι ψωμί, πού ’ταν εκείνο με το οποίον ο άσπλαχνος τελώνης κτύπησε οργισμένος και καταγανακτισμένος το ζητιάνο στο κεφάλι, και μόνον εκείνο το ψωμί, έκανε την πλάστιγγα να γύρει δεξιά.
Τότε ο Πέτρος ο τελώνης, συνήλθε από το όραμα συγκλονισμένος, κατάλαβε την αξία και την δύναμιν, της πίστεως εις τον Χριστόν, που δίδαξε το «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», και αμέσως διέθεσε όλα του τα πλούτη στους φτωχούς, παλαιότερα σαν τον Ζακχαίο τον τελώνη, ή τον μετέπειτα Ματθαίο - και αυτός τελώνης και Ευαγγελιστής, - ακόμα και τα ενδύματά του.
Σε κάποιο άλλο όνειρο, όραμα, τι ήταν, είδε τον Χριστό να φοράει τα ρούχα του, αφού κι αυτά τα διέθεσε για ελεημοσύνες. Και έτσι μη έχοντας τίποτε άλλο, πουλήθηκε ως δούλος σε έναν χρυσοχόο, και τα χρήματα που πήρε τα έδωσε και αυτά σε ελεημοσύνη στους φτωχούς. Αλλά επειδή κινδύνευε να γνωριστεί ποιος ήταν, ήθελε να φύγει απ’ τον κύριό του, ο οποίος βέβαια είχε ως θυρωρό έναν κωφάλαλο. Απευθύνθηκε λοιπόν σ’ αυτόν, μη γνωρίζοντας ότι είναι κωφάλαλος, και τον παρακαλούσε στο όνομα του Ιησού Χριστού, του έλεγε «σε παρακαλώ, άνοιξέ μου την πόρτα». Τότε έγινε και άλλο θαύμα. Άνοιξαν τα αυτιά και η γλώσσα του κωφαλάλου, του βουβού, ο οποίος περιχαρής άνοιξε την πόρτα και ο δούλος έφυγε.
Τελικά κατέφυγε στα Ιεροσόλυμα, και από κει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και απεβίωσε στην συνοικία Βόσου, όπου ήταν και το σπίτι του.
Από το συναξάρι του μηνός Ιανουαρίου, στις 20 Ιανουαρίου, μαζί με την μνήμη του Οσίου Ευθυμίου του μεγάλου, τιμάται και η μνήμη του μακαρίου Πέτρου του τελώνου.
Όταν δίνουμε κάποια ελεημοσύνη ας θυμώμεθα και λιγάκι και αυτόν τον τελώνη, και το πεταμένο ψωμί, το οποίο εκσφενδονίστηκε στο κεφάλι του ζητιάνου, και παρόλον που έχομε το «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός», εν τούτοις όμως και αυτό το έλαβε υπόψιν του, αφού αμοίβει και την προσφορά ενός ποτηριού ψυχρού ύδατος.
http://agia-varvara.blogspot.com/2008/05/blog-post_28.html