Ο Θανάσης ο τσαγκάρης απ' τη Δράμα

Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στη Δράμα και στο βαρύ χειμώνα 41 προς το 42. Κάποιος γείτονάς μου, τσαγκάρης ήταν, Θανάσης το όνομά του, ένα πρωινό που το κρύο ήταν πολύ δυνατό, η θερμοκρασία στο μηδέν, ξεκίνησε για το μαγαζάκι του, μετά τις οκτώμιση, διότι τότε επετρέπετο η κυκλοφορία.
Ήταν δε ντυμένος με μια παλιά προβιά από κατσίκι. Είχε όμως και μια καλή συνήθεια. Πριν πάει στη δουλειά του, περνούσε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι στην πλατεία, άναβε κεράκι, προσκυνούσε τις εικόνες και ύστερα πήγαινε στο μαγαζάκι του.
Φθάνοντας στην εκκλησία βλέπει έναν μισόγυμνο άνδρα στα σκαλοπάτια εκεί της εκκλησίας, να τρέμει ολόκληρος απ’ το κρύο και την παγωνιά.
- Βοήθησέ με, του λέγει. Πεθαίνω από το κρύο.
Και ο κυρ Θανάσης, χωρίς να διστάσει βγάζει την προβιά και τον τυλίγει.
- Σε ευχαριστώ, του λέγει. Η ευλογία του Θεού στ’ αμπάρι σου.
Μπαίνει στο ναό, ψάχνει για κερί αλλά δεν βρίσκει, που να υπήρξαν κεριά και τότε, ασπάζεται τις εικόνες και βγαίνει από την εκκλησία κάνοντας το Σταυρό του για να πάει στο μαγαζάκι του.
Αλλά, ψάχνει για τον δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο και δεν τον βλέπει. Δεν ήταν πουθενά. Και μάλιστα στα σκαλοπάτια ήταν αφημένη η προβιά-σακάκι.
Γεμάτος αμηχανία, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, και μη βλέποντάς τον κανένα, έσκυψε, πήρα την προβιά και την ξαναφόρεσε, γιατί και κείνος έτρεμε από το κρύο. Και ήταν τόσο ζεστή η προβιά, που έμοιαζε όπως έλεγε με θερμό λουτρό.
Στο μαγαζί δεν πάτησε κανένας, το κρύο ήταν φοβερό, μαύρα εκείνα τα χρόνια.
Ήρθε η ώρα τρείς, το έκλεισε και πήγε στο σπίτι του γεμάτος σκέψεις.
- Θεέ μου τι θα φάμε σήμερα; Υπάρχουν και τρία παιδιά, η γυναίκα μου, η άρρωστη γιαγιά, η πεθερά και τόσοι άλλοι. Αλλά πάλι αυτή η προβιά που με ζεσταίνει τόσο πολύ; Και τι έγινε αυτός ο ευλογημένος; Γιατί το πέταξε και έφυγε;
Μ’ αυτές τις απορίες πήγε σπίτι του. Έφτασε εκεί και βλέπει ζεστό το σπίτι, και τραπέζι έτοιμο με τηγανίτες. Ζυμάρι, τηγανισμένο στο λάδι.
- Που βρέθηκαν αυτά; ρώτησε ξαφνιασμένος.
- Για έλα να δεις, του λέει. Έλα να μπούμε εδώ στη μικρή την αποθήκη. Για κοίταξε. Το πρωί που μπήκα μέσα είδα αυτή την κατσαρόλα γεμάτη από αλεύρι καλαμποκίσιο. Και αυτό το μπουκάλι γεμάτο από λάδι. Αυτό το ξύλινο δοχείο γεμάτο αλάτι. Και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά κάτω από τη σκάλα υπήρχαν δυο αγκαλιές ξύλα, τόσα όσα για να μας φτάσουν να περάσουμε σήμερα, τη βαριά αυτή ημέρα του χειμώνος.
- Πώς βρέθηκαν αυτά άνδρα; Ποιος τάφερε Θανάση μου εδώ;
Και η απάντησις του καλού εκείνου χριστιανού:
- Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα γυναίκα. Αλλά μη βγάλεις τσιμουδιά, γιατί θα χαθεί η θεία ευλογία.
Έτσι λοιπόν αλεύρι, λάδι, αλάτι και ξύλα για θέρμανση δεν έλειψαν εκείνες τις φοβερές ημέρες της Κατοχής. Όχι όμως για πολύ. Μόνο για δεκατέσσερεις μήνες, και δεν είναι λίγο. Διότι τόσο διάστημα κράτησε το μυστικό της ευλογίας του Θεού, η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα του κυρ Θανάση.
Μόλις το είπε στη γειτονιά, που τους βοηθούσε από τα υπάρχοντα, που έστελνε ο Θεός στ’ αμπάρι, χάθηκε η θεία προσφορά.

http://agia-varvara.blogspot.com/2011/02/blog-post_20.html